- παραβλέπω
- ΝΜΑπαρορώ, αφήνω κάτι απαρατήρητο, προσπερνώ χωρίς να δω, χωρίς να προσέξωνεοελλ.1. παραμελώ με τη θέληση μου, αδιαφορώ2. προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή δεν καταλαβαίνω, ανέχομαι να γίνεται κάτι, φαίνομαι επιεικής2. βλέπω πολύ καλά, έχω άριστη όραση («βλέπει και παραβλέπει μάλιστα»)3. βλέπω με φροντίδα και προσοχή, φροντίζωαρχ.1. βλέπω με πλάγιο τρόπο, ρίχνω πλάγιο ή λοξό βλέμμα, λοξοκοιτάζω («καὶ γὰρ παραβλέψας τι μειρακίσκης νῡν δὴ κατεῑδον», Αριστοφ.)2. βλέπω με κακία3. (κατά τον Ησύχ.) «καταφρονῶ»4. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενέστ.) παραβλέπων(κατά τον Ησύχ.) «στραβός»5. φρ. «παραβλέπω θατέρῳ ὀφθαλμῷ»α) κοιτάζω με υποψίαβ) κοιτάζω κρυφά με τη γωνία τού ματιού μου.
Dictionary of Greek. 2013.